πλανώδη

πλανώδη
πλανώδης
wandering
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πλανώδης
wandering
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πλανώδης
wandering
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλανώδης — ῶδες, ΜΑ [πλάνη] μτφ. ασταθής, αβέβαιος αρχ. 1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος 2. (ιδίως για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς 3. (ιδίως για επιδέσμους και για τη μήτρα) αυτός που εύκολα κινείται ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”